- όπις
- όπις, -ιδος, ἡ (Α)1. (με ή χωρίς τη λέξη θεών) α) (με κακή σημ.) η τιμωρία που ακολουθεί την παράβαση τών θείων νόμων, η εκδίκηση τών θεών, η θεία δίκη (α. «οὐδ' ὄπιδα τρομέουσι θεῶν», Ομ. Οδ.β. «πρίν γ' ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν», Ησίοδ.)β) η πρόνοια τών θεών, η ευμένεια τών θεών («θεῶν δ' ὄπιν αἰτέω», Πίνδ.)2. ο σεβασμός τών ανθρώπων προς τους θεούς ανάμικτος με φόβο, η υπακοή3. (γενικά) σεβασμός (α. «ὄπιν δίκαιον ξένων» — δίκαιο ως προς τη φιλοξενία, ως προς τον σεβασμό έναντι τών ξένων, Πίνδ.β. «αἰδεσθεὶς ὄπιδα... πολιοῑο γενείου», Μόσχ.)4. προσοχή και αφοσίωση σε κάτι, ζήλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τής λ. στη ρίζα *okw- «βλέπω» (βλ. και λ. όπωπα) καλύπτει και τις δύο, θρησκευτικού περιεχομένου, σημ. τής λ.: α) τη θεία δίκη, την τιμωρία ή την πρόνοια τών θεών, δηλ. το κακό ή καλό μάτι με το οποίο αντιμετωπίζουν οι θεοί τους ανθρώπους και β) την υπακοή τών ανθρώπων στους θεούς, δηλ. τον φόβο και τον σεβασμό με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τους θεούς. Τέλος, στη σημ. τής λ. που περιέχει το στοιχείο τής τιμωρίας, τής ανταπόδοσης, τής εκδίκησης είναι πιθ. η παρετυμολογική επίδραση τής λ. ὄπισθεν].
Dictionary of Greek. 2013.